παώταρ

παώταρ
πᾱώταρ (παθιώταρ cod.), α, , [dialect] Lacon. for παός, πηός, Hsch., who also has π[ρ]αῶται· συγγενεῖς, οἰκεῖοι, Λάκωνες.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παώταρ — ὁ, Α (λακων. τ.) ο συγγενής εξ αγχιστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το πηός / πᾱός «συγγενής εξ αγχιστείας»] …   Dictionary of Greek

  • παώτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) ο συγγενής εξ αγχιστείας, παώταρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το πηός / πᾱός «συγγενής εξ αγχιστείας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”